бодливый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бодливый - translation to πορτογαλικά


бодливый      
que marra

Ορισμός

бодливый
прил.
Имеющий привычку или склонность бодаться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бодливый
1. Зигзагообразен болтун Матерацци - овален бодливый Зидан.
2. Это был настоящий прорыв, первый, наверное, из многих ударов, которыми бодливый теленок свалил-таки дуб.
3. Поэтому отчасти намекнём: главными мишенями КиВиНов были и гламурный Сергей Зверев, и бодливый Зинедин Зидан, и (само собой!) "Евровидение" с финскими "Лордами" и Димой Биланом вкупе, а равно кое-какие последние законодательные акты страны-хозяйки.